γαστροειδής

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γαστροειδής η γαστροειδής το γαστροειδές
      γενική του γαστροειδούς* της γαστροειδούς του γαστροειδούς
    αιτιατική τον γαστροειδή τη γαστροειδή το γαστροειδές
     κλητική γαστροειδή(ς) γαστροειδής γαστροειδές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γαστροειδείς οι γαστροειδείς τα γαστροειδή
      γενική των γαστροειδών των γαστροειδών των γαστροειδών
    αιτιατική τους γαστροειδείς τις γαστροειδείς τα γαστροειδή
     κλητική γαστροειδείς γαστροειδείς γαστροειδή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

γαστροειδής < γαστήρ και εἶδος

Επίθετο

γαστροειδής, ης, ες (και γαστρώδης)

  1. κοιλαράς
  2. φουσκωτός, φουσκωμένος, στρογγυλός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.