γαστρώδης

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

γαστρώδης < γαστήρ και εἶδος

Επίθετο

γαστρώδης, ης, ες (και γαστροειδής)

  1. κοιλαράς
  2. φουσκωτός, φουσκωμένος, στρογγυλός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.