ευφορβία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ευφορβία | οι | ευφορβίες |
| γενική | της | ευφορβίας | των | ευφορβιών |
| αιτιατική | την | ευφορβία | τις | ευφορβίες |
| κλητική | ευφορβία | ευφορβίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ευφορβία < νέα ελληνική euphorbia[1] < euphorbea < αρχαία ελληνική Εὔφορβος
Ουσιαστικό
ευφορβία θηλυκό
- (βοτανική, λουλούδι) γένος φυτών της οικογένειας των Ευφορβιοειδών (Euphorbiaceae),
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.