γαλακτοκομία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | γαλακτοκομία | οι | γαλακτοκομίες |
| γενική | της | γαλακτοκομίας | των | γαλακτοκομιών |
| αιτιατική | τη | γαλακτοκομία | τις | γαλακτοκομίες |
| κλητική | γαλακτοκομία | γαλακτοκομίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- γαλακτοκομία < γαλακτο- + -κομία ( < αρχαία ελληνική -κόμος < κομῶ, αναλύεται γάλακτ(ος) + -ο- + -κομία
Ουσιαστικό
γαλακτοκομία θηλυκό
- ο κλάδος της οικονομίας που ασχολείται με την παραγωγή και συσκευασία προϊόντων γάλακτος (όπως γάλα, τυρί, γιαούρτι, βούτυρο) και την πώληση αυτών
- το μέρος όπου γίνεται η βιομηχανική παραγωγή και συσκευασία των γαλακτοκομικών προϊόντων
Συνώνυμα
Συγγενικά
Σύνθετα
- γαλακτοκτροφία
- γαλακτισμός
- γαλακτοδίαιτα
- γαλακτοθεραπεία
Μεταφράσεις
γαλακτοκομία
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.