γαλακτογόνος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | γαλακτογόνος | η | γαλακτογόνος & γαλακτογόνα |
το | γαλακτογόνο |
| γενική | του | γαλακτογόνου | της | γαλακτογόνου & γαλακτογόνας |
του | γαλακτογόνου |
| αιτιατική | τον | γαλακτογόνο | τη | γαλακτογόνο & γαλακτογόνα |
το | γαλακτογόνο |
| κλητική | γαλακτογόνε | γαλακτογόνε & γαλακτογόνα |
γαλακτογόνο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | γαλακτογόνοι | οι | γαλακτογόνοι & γαλακτογόνες |
τα | γαλακτογόνα |
| γενική | των | γαλακτογόνων | των | γαλακτογόνων | των | γαλακτογόνων |
| αιτιατική | τους | γαλακτογόνους | τις | γαλακτογόνους & γαλακτογόνες |
τα | γαλακτογόνα |
| κλητική | γαλακτογόνοι | γαλακτογόνοι & γαλακτογόνες |
γαλακτογόνα | |||
| ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- γαλακτογόνος < γάλακτ(ος) + -ο- + -γόνος (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική lactigène / lactogène)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.