σπάνια γαία
| Αυτό το λήμμα χρειάζεται επιμέλεια, ώστε να ανταποκρίνεται σε υψηλότερες προδιαγραφές συντακτικής ποιότητας ή μορφοποίησης. |
Νέα ελληνικά (el)
Σύνθετο
Ουσιαστικό
η σπάνια γαία (el) θηλυκό, ενικός
οι σπάνιες γαίες (el) θηλυκό, πληθυντικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.