εν τη γενέσει
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
εν τη γενέσει
<
καθαρεύουσα
ἐν τῇ γενέσει
<
ἐν
(
τῇ
)
γενέσει
(
δοτική
ενικού του
γένεσις
)
→
δείτε
τις
λέξεις
εν
και
γένεση
•
Η Ετυμολογία χρειάζεται
ανάπτυξη με τεκμηρίωση
. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
ΔΦΑ
: /
en‿ti‿ʝeˈne.si
/ & /
en‿di‿ʝeˈne.si
/
Έκφραση
(
λόγιο
)
κατά την ώρα της
γέννησης
, τη στιγμή που
αρχίζει
Μεταφράσεις
εν τη γενέσει
γαλλικά
: de
naissance
(fr)
,
dans l'oeuf
(fr)
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.