γάντζωμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | γάντζωμα | τα | γαντζώματα |
| γενική | του | γαντζώματος | των | γαντζωμάτων |
| αιτιατική | το | γάντζωμα | τα | γαντζώματα |
| κλητική | γάντζωμα | γαντζώματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
γάντζωμα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.