γάγγλιο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | γάγγλιο | τα | γάγγλια |
| γενική | του | γάγγλιου & γαγγλίου |
των | γάγγλιων & γαγγλίων |
| αιτιατική | το | γάγγλιο | τα | γάγγλια |
| κλητική | γάγγλιο | γάγγλια | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

γάγγλιο στον καρπό
Ετυμολογία
- γάγγλιο < αντιδάνειο: (λόγιο δάνειο) νεολατινική ganglion < υστερολατινική < ελληνιστική κοινή γαγγλίον (κύστη, πρήξιμο) [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈɣaŋ.ɡli.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γάγ‐γλι‐ο
Συγγενικά
- γαγγλιακός
Αναφορές
- γάγγλιο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.