ογκίδιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ογκίδιο τα ογκίδια
      γενική του ογκίδιου
& ογκιδίου
των ογκίδιων
& ογκιδίων
    αιτιατική το ογκίδιο τα ογκίδια
     κλητική ογκίδιο ογκίδια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ογκίδιο < υποκοριστικό του όγκος

Ουσιαστικό

ογκίδιο ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.