βρογχόσπασμος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | βρογχόσπασμος | οι | βρογχόσπασμοι |
| γενική | του | βρογχόσπασμου | των | βρογχόσπασμων |
| αιτιατική | τον | βρογχόσπασμο | τους | βρογχόσπασμους |
| κλητική | βρογχόσπασμε | βρογχόσπασμοι | ||
| Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- βρογχόσπασμος < βρόγχος (< αρχαία ελληνική βρόγχος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *gʷro-nkh₃- < *gʷerh₃-: τρώω, καταβροχθίζω) + -ο- + σπασμός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική bronchisme)
Μεταφράσεις
βρογχόσπασμος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.