βραχνιασμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | βραχνιασμένος | η | βραχνιασμένη | το | βραχνιασμένο |
| γενική | του | βραχνιασμένου | της | βραχνιασμένης | του | βραχνιασμένου |
| αιτιατική | τον | βραχνιασμένο | τη | βραχνιασμένη | το | βραχνιασμένο |
| κλητική | βραχνιασμένε | βραχνιασμένη | βραχνιασμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | βραχνιασμένοι | οι | βραχνιασμένες | τα | βραχνιασμένα |
| γενική | των | βραχνιασμένων | των | βραχνιασμένων | των | βραχνιασμένων |
| αιτιατική | τους | βραχνιασμένους | τις | βραχνιασμένες | τα | βραχνιασμένα |
| κλητική | βραχνιασμένοι | βραχνιασμένες | βραχνιασμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- βραχνιασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου βραχνιάζω
Μετοχή
βραχνιασμένος, -η, -ο
- που έχει βραχνιάσει, που έχει βραχνάδα στο λαιμό από καταπόνηση ή κρύωμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.