ἐμβριθής
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | ἐμβριθής | τὸ | ἐμβριθές | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | ἐμβριθοῦς | τοῦ | ἐμβριθοῦς | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | ἐμβριθεῖ | τῷ | ἐμβριθεῖ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | ἐμβριθῆ | τὸ | ἐμβριθές | ||
| κλητική ὦ! | ἐμβριθές | ἐμβριθές | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | ἐμβριθεῖς | τὰ | ἐμβριθῆ | ||
| γενική | τῶν | ἐμβριθῶν | τῶν | ἐμβριθῶν | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | ἐμβριθέσῐ(ν) | τοῖς | ἐμβριθέσῐ(ν) | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | ἐμβριθεῖς | τὰ | ἐμβριθῆ | ||
| κλητική ὦ! | ἐμβριθεῖς | ἐμβριθῆ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐμβριθεῖ | τὼ | ἐμβριθεῖ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἐμβριθοῖν | τοῖν | ἐμβριθοῖν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
ἐμβριθής, -ής, -ές, συγκριτικός :ἐμβριθέστερος, υπερθετικός : ἐμβριθέστατος
- βαρύς
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Φαῖδρος, 246d
- Πέφυκεν ἡ πτεροῦ δύναμις τὸ ἐμβριθὲς ἄγειν ἄνω μετεωρίζουσα ᾗ τὸ τῶν θεῶν γένος οἰκεῖ
- Η δύναμη του φτερού είναι το φυσικό της να τραβάη το βαρύ προς τα πάνω, και να το ανεβάζη ψηλά εκεί όπου κατοικεί το γένος των θεών·
- Μετάφραση (1948),Ιωάννης Θεοδωρακόπουλος @greek-language.gr
- ΣτΕ Απόσπασμα από την παλινωδία του Σωκράτη για την υπεράσπιση του έρωτα
- Πέφυκεν ἡ πτεροῦ δύναμις τὸ ἐμβριθὲς ἄγειν ἄνω μετεωρίζουσα ᾗ τὸ τῶν θεῶν γένος οἰκεῖ
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Φαῖδρος, 246d
- (μεταφορικά) βαρύς, σοβαρός, σπουδαίος, αξιοπρεπής
- (με αρνητική σημασία) βαρύς, επαχθής, οδυνηρός
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Πέρσαι, στίχ. 693
- τί ἐστὶ Πέρσαις νεοχμὸν ἐμβριθὲς κακόν;
- ποιά νέα βαραίνει συμφορά πάνω στους Πέρσες;
- Μετάφραση (1930): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Εστία @greek‑language.gr
- τί ἐστὶ Πέρσαις νεοχμὸν ἐμβριθὲς κακόν;
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Πέρσαι, στίχ. 693
- (για ανθρώπους) σφοδρός, ορμητικός, βίαιος
Συγγενικά
- ἐμβρίθεια
- ἐμβριθέστερον (συγκριτικός βαθμός επιρρήματος)
- ἐμβρίθημα
- ἐμβρίθω
- ἐπεμβρίθω
- ἐμβριθῶς (επίρρημα)
→ και δείτε τη λέξη βρίθω
Αναφορές
- εμβριθής - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- ἐμβριθής - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἐμβριθής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.