κονιορτοβριθής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κονιορτοβριθής η κονιορτοβριθής το κονιορτοβριθές
      γενική του κονιορτοβριθούς* της κονιορτοβριθούς του κονιορτοβριθούς
    αιτιατική τον κονιορτοβριθή την κονιορτοβριθή το κονιορτοβριθές
     κλητική κονιορτοβριθή(ς) κονιορτοβριθής κονιορτοβριθές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κονιορτοβριθείς οι κονιορτοβριθείς τα κονιορτοβριθή
      γενική των κονιορτοβριθών των κονιορτοβριθών των κονιορτοβριθών
    αιτιατική τους κονιορτοβριθείς τις κονιορτοβριθείς τα κονιορτοβριθή
     κλητική κονιορτοβριθείς κονιορτοβριθείς κονιορτοβριθή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κονιορτοβριθής < κονιορτός + -ο- + -βριθής

Επίθετο

κονιορτοβριθής, -ής, -ές

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.