μαστίγωση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μαστίγωση οι μαστιγώσεις
      γενική της μαστίγωσης* των μαστιγώσεων
    αιτιατική τη μαστίγωση τις μαστιγώσεις
     κλητική μαστίγωση μαστιγώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, μαστιγώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μαστίγωση < (ελληνιστική κοινή) μαστίγωσις < αρχαία ελληνική η μάστιξ-μάστιγος (μαστίγιο και μάστιγα)

Ουσιαστικό

μαστίγωση θηλυκό

  1. το μαστίγωμα, η ενέργεια και το αποτέλεσμα του μαστιγώνω
    η ποινή της μαστίγωσης εξακολουθεί να εφαρμόζεται

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.