βούλευμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | βούλευμα | τα | βουλεύματα |
| γενική | του | βουλεύματος | των | βουλευμάτων |
| αιτιατική | το | βούλευμα | τα | βουλεύματα |
| κλητική | βούλευμα | βουλεύματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- βούλευμα < αρχαία ελληνική βούλευμα < βουλεύω < βουλή
Ουσιαστικό
βούλευμα ουδέτερο
- η απόφαση, η γνωμοδότηση
- (νομικός όρος) η προδικαστική απόφαση δικαστηρίου
Συνώνυμα
Συγγενικά
- προβούλευμα
- → δείτε τις λέξεις βουλεύομαι και βουλή
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.