βούλευμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βούλευμα τα βουλεύματα
      γενική του βουλεύματος των βουλευμάτων
    αιτιατική το βούλευμα τα βουλεύματα
     κλητική βούλευμα βουλεύματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βούλευμα < αρχαία ελληνική βούλευμα < βουλεύω < βουλή

Ουσιαστικό

βούλευμα ουδέτερο

  1. η απόφαση, η γνωμοδότηση
  2. (νομικός όρος) η προδικαστική απόφαση δικαστηρίου

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.