γνωμολογία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | γνωμολογία | οι | γνωμολογίες |
| γενική | της | γνωμολογίας | των | γνωμολογιών |
| αιτιατική | τη | γνωμολογία | τις | γνωμολογίες |
| κλητική | γνωμολογία | γνωμολογίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- γνωμολογία < (ελληνιστική κοινή) γνωμολογία (ο αποφθεγματικός λόγος, το ανάλογο ύφος, η συλλογή γνωμικών)
Μεταφράσεις
γνωμολογία
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.