γνωμολογία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γνωμολογία οι γνωμολογίες
      γενική της γνωμολογίας των γνωμολογιών
    αιτιατική τη γνωμολογία τις γνωμολογίες
     κλητική γνωμολογία γνωμολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γνωμολογία < (ελληνιστική κοινή) γνωμολογία (ο αποφθεγματικός λόγος, το ανάλογο ύφος, η συλλογή γνωμικών)

Ουσιαστικό

γνωμολογία θηλυκό

  1. συλλογή γνωμικών
  2. γνωμοδότηση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.