γνωμάτευση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γνωμάτευση οι γνωματεύσεις
      γενική της γνωμάτευσης* των γνωματεύσεων
    αιτιατική τη γνωμάτευση τις γνωματεύσεις
     κλητική γνωμάτευση γνωματεύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, γνωματεύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γνωμάτευση < γνωματεύ(ω) + }-ση

Ουσιαστικό

γνωμάτευση θηλυκό

  • η γνώμη, η εκτίμηση, η έγκυρη άποψη του ειδικού και αρμόδιου σε μια επιστήμη
    ιατρική γνωμάτευση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.