βουτυρομπεμπές
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | βουτυρομπεμπές | οι | βουτυρομπεμπέδες |
| γενική | του | βουτυρομπεμπέ | των | βουτυρομπεμπέδων |
| αιτιατική | τον | βουτυρομπεμπέ | τους | βουτυρομπεμπέδες |
| κλητική | βουτυρομπεμπέ | βουτυρομπεμπέδες | ||
| Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /vu.ti.ɾo.beˈbes/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βου‐τυ‐ρο‐μπε‐μπές
Μεταφράσεις
βουτυρομπεμπές
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.