μπεμπές
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | μπεμπές | οι | μπεμπέδες |
| γενική | του | μπεμπέ | των | μπεμπέδων |
| αιτιατική | τον | μπεμπέ | τους | μπεμπέδες |
| κλητική | μπεμπέ | μπεμπέδες | ||
| Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη μπεμπέ
Μεταφράσεις
μπεμπές
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.