βουτυρόπαιδο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | βουτυρόπαιδο | τα | βουτυρόπαιδα |
| γενική | του | βουτυρόπαιδου | των | βουτυρόπαιδων |
| αιτιατική | το | βουτυρόπαιδο | τα | βουτυρόπαιδα |
| κλητική | βουτυρόπαιδο | βουτυρόπαιδα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /vu.tiˈɾo.pe.ðo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βου‐τυ‐ρό‐παι‐δο
Ουσιαστικό
βουτυρόπαιδο ουδέτερο
- (μειωτικό) υπερβολικά καλομαθημένο αγόρι σε πολλή περιποίηση
- ↪ Το ελληνικό πρόγευμα ήταν συνήθως λιτό: ψωμί, κρεμμύδι, ελιές. Το βούτυρο και η μαρμελάδα ήταν προνόμιο των βουτυρόπαιδων των πλούσιων οικογενειών.
- ≈ συνώνυμα: σοκολατόπαιδο, βουτυρομπεμπές
- (μειωτικό) παχουλό και νωθρό αγόρι στο σώμα, συνήθως πλούσιας οικογένειας
Πηγές
- βουτυρόπαιδο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.