βουτιά
Νέα ελληνικά (el)

Βουτιά (1.1) από απότομο βράχο
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | βουτιά | οι | βουτιές |
| γενική | της | βουτιάς | των | βουτιών |
| αιτιατική | τη | βουτιά | τις | βουτιές |
| κλητική | βουτιά | βουτιές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /vuˈtça/
Ουσιαστικό
βουτιά θηλυκό
- η είσοδος στο νερό (σε θάλασσα, λίμνη ή ποταμό)
- η εκτίναξη του σώματος με την οποία κάποιος μπαίνει ορμητικά στο νερό (σε θάλασσα, λίμνη ή ποταμό), συνήθως από κάποιο υψηλότερο σημείο
- έκανε μια θεαματική βουτιά από την αποβάθρα
- η ίδια η κατάδυση κάτω από την επιφάνεια του νερού
- ο διάσημος δύτης έσπασε το προηγούμενο ρεκόρ του με μια βουτιά στα 200 μέτρα βάθος
- η είσοδος στο νερό και το κολύμπι σε αυτό για περιορισμένο χρονικό διάστημα
- δεν έχω πολύ χρόνο, θα πάω στη θάλασσα για μια βουτιά και θα γυρίσω γρήγορα
- η εκτίναξη του σώματος με την οποία κάποιος μπαίνει ορμητικά στο νερό (σε θάλασσα, λίμνη ή ποταμό), συνήθως από κάποιο υψηλότερο σημείο
- η ταχύτατη κίνηση προς τα κάτω
- Λεωφορείο κάνει βουτιά σε γκρεμό βάθους 50 μέτρων (από ειδήσεις στο διαδίκτυο)
- η εκτίναξη του σώματος προς τα κάτω, το (μ)πλονζόν
- (μεταφορικά) η απότομη πτώση ενός αριθμητικού / στατιστικού μεγέθους
- βουτιά έκανε χτες ο τραπεζικός δείκτης στο χρηματιστήριο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.