πλονζόν
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- πλονζόν < (λόγιο δάνειο) γαλλική plongeon[1]
Ουσιαστικό
πλονζόν ουδέτερο,άκλιτο και μπλονζόν
- η βουτιά που κάνει ο τερματοφύλακας για να αποκρούσει την μπάλα
Μεταφράσεις
πλονζόν
|
|
- πλονζόν - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.