εκτίναξη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εκτίναξη οι εκτινάξεις
      γενική της εκτίναξης* των εκτινάξεων
    αιτιατική την εκτίναξη τις εκτινάξεις
     κλητική εκτίναξη εκτινάξεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εκτινάξεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εκτίναξη < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

εκτίναξη θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.