βουβαμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | βουβαμένος | η | βουβαμένη | το | βουβαμένο |
| γενική | του | βουβαμένου | της | βουβαμένης | του | βουβαμένου |
| αιτιατική | τον | βουβαμένο | τη | βουβαμένη | το | βουβαμένο |
| κλητική | βουβαμένε | βουβαμένη | βουβαμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | βουβαμένοι | οι | βουβαμένες | τα | βουβαμένα |
| γενική | των | βουβαμένων | των | βουβαμένων | των | βουβαμένων |
| αιτιατική | τους | βουβαμένους | τις | βουβαμένες | τα | βουβαμένα |
| κλητική | βουβαμένοι | βουβαμένες | βουβαμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- βουβαμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου βουβαίνω / βουβαίνομαι
Μεταφράσεις
βουβαμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.