βουβαίνομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

βουβαίνομαι < παθητική φωνή του ρήματος βουβαίνω

Ρήμα

βουβαίνομαι, πρτ.: βουβαινόμουν, στ.μέλλ.: θα βουβαθώ, αόρ.: βουβάθηκα, μτχ.π.π.: βουβαμένος

  1. χάνω την ικανότητα της ομιλίας, γίνομαι βουβός
  2. σωπαίνω, παύω να μιλώ, πχ από αμηχανία, συγκίνηση κ.λπ.

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.