βορδοναριό
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | βορδοναριό | τα | βορδοναριά |
| γενική | του | βορδοναριού | των | βορδοναριών |
| αιτιατική | το | βορδοναριό | τα | βορδοναριά |
| κλητική | βορδοναριό | βορδοναριά | ||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- βορδοναριό < (ελληνιστική κοινή) βουρδωνάριον < αρχαία ελληνική βουρδών/ βόρδων (=μουλάρι)
Ουσιαστικό
βορδοναριό ουδέτερο
- (παρωχημένο) στάβλος
- Το βορδοναριό της Μονής του Οσίου Λουκά είναι ένα διώροφο κτήριο με ξύλινη κεραμοσκεπή στέγη. Το ισόγειο προοριζόταν για τα ζώα, ενώ ο όροφος για τους αγωγιάτες και τις ζωοτροφές.(*)
Συγγενικά
Μεταφράσεις
βορδοναριό
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.