βόρδων
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | βόρδων | οἱ | βόρδωνες |
| γενική | τοῦ | βόρδωνος | τῶν | βορδώνων |
| δοτική | τῷ | βόρδωνῐ | τοῖς | βόρδωσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὸν | βόρδωνᾰ | τοὺς | βόρδωνᾰς |
| κλητική ὦ! | βόρδων | βόρδωνες | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | βόρδωνε | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | βορδώνοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'κώδων' όπως «κώδων» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- βόρδων < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
βόρδων αρσενικό
- (θηλαστικό ζώο) άλλη γραφή του βουρδών, το μουλάρι
- ※ 6ος αιώνας κε ⌘ Αέτιος ο Αμιδηνός,Ιατρικών, Βιβλίον 7, 51, 2-7
- Τὸ δὲ διὰ τοῦ οὔρου τοῦ βόρδωνος σκευαζόμενον ἐφέλκεται μὲν τούτου γενναιότερον, ἁρμόζει δὲ μᾶλλον τοῖς παχέσι τε καὶ ὠμοτέροις ῥεύμασι καὶ πολλῷ δὴ μᾶλλον ἐπειδὰν προκαταπλασθέντα τύχῃ τῇ χαμαιμήλῳ, χλωρᾷ μὲν καὶ μόνῃ καὶ μετὰ στέατος χοιρείου προσφάτου, ξηρᾷ δὲ σὺν αὐτῷ τούτῳ καὶ τοῖς ἐκ κυάμου ἀλεύροις, καὶ ὑδρελαίου βραχύ τι καὶ γλυκέος προσειληφόσιν.
- ※ 6ος αιώνας κε ⌘ Αέτιος ο Αμιδηνός,Ιατρικών, Βιβλίον 7, 51, 2-7
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.