βουρδουνάρι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | βουρδουνάρι | τα | βουρδουνάρια |
| γενική | του | βουρδουναριού | των | βουρδουναριών |
| αιτιατική | το | βουρδουνάρι | τα | βουρδουνάρια |
| κλητική | βουρδουνάρι | βουρδουνάρια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- βουρδουνάρι < ενδεχομένως ελληνιστική κοινή βουρδών + -άρι [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /vur.ðuˈna.ri/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βουρ‐δου‐νά‐ρι
- βουρδουνάρ
Μεταφράσεις
βουρδουνάρι
|
|
Αναφορές
- Αγγελική Ράλλη, Λεξικό διαλεκτικής ποικιλίας Κυδωνιών, Μοσχονησίων & Βορειοανατολικής Λέσβου (Παλλήνη: Ελληνικό Ίδρυμα Ιστορικών Μελετών [ΙΔΙΣΜΕ], 2017, ISBN 978-960-9789-06-6), σ. 79.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.