βλαχόφωνος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βλαχόφωνος η βλαχόφωνη το βλαχόφωνο
      γενική του βλαχόφωνου της βλαχόφωνης του βλαχόφωνου
    αιτιατική τον βλαχόφωνο τη βλαχόφωνη το βλαχόφωνο
     κλητική βλαχόφωνε βλαχόφωνη βλαχόφωνο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βλαχόφωνοι οι βλαχόφωνες τα βλαχόφωνα
      γενική των βλαχόφωνων των βλαχόφωνων των βλαχόφωνων
    αιτιατική τους βλαχόφωνους τις βλαχόφωνες τα βλαχόφωνα
     κλητική βλαχόφωνοι βλαχόφωνες βλαχόφωνα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

βλαχόφωνος < βλαχό- + -φωνος

Επίθετο

βλαχόφωνος, -η, -ο

  1. (για πρόσωπα) που έχει ως μητρική ή ως κύρια γλώσσα τα βλάχικα
      η απόκτηση διαβατηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είναι πολύ ελκυστική για τους βλαχόφωνους της Αλβανίας
    «Ο βλαχόφωνος Ελληνισμός της Βορείου Ηπείρου»@kanaliena, πρόσβαση:2022.01.18
  2. (λαϊκότροπο) που κατοικείται ή αποτελείται από άτομα που μιλούν την βλάχικη
    τα βλαχόφωνα χωριά της Ελλάδος

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.