αρμανόφωνος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αρμανόφωνος η αρμανόφωνη το αρμανόφωνο
      γενική του αρμανόφωνου της αρμανόφωνης του αρμανόφωνου
    αιτιατική τον αρμανόφωνο την αρμανόφωνη το αρμανόφωνο
     κλητική αρμανόφωνε αρμανόφωνη αρμανόφωνο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αρμανόφωνοι οι αρμανόφωνες τα αρμανόφωνα
      γενική των αρμανόφωνων των αρμανόφωνων των αρμανόφωνων
    αιτιατική τους αρμανόφωνους τις αρμανόφωνες τα αρμανόφωνα
     κλητική αρμανόφωνοι αρμανόφωνες αρμανόφωνα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αρμανόφωνος < Αρμάν(ος) + -ό- + -φωνος

Προφορά

ΔΦΑ : /aɾ.maˈno.fo.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αρμανόφωνος

Επίθετο

αρμανόφωνος, -η, -ο

  • (νεολογισμός) (λόγιο) που έχει ως μητρική ή ως κύρια γλώσσα τα αρμάνικα
    αρμανόφωνοι πληθυσμοί των Βαλκανίων

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.