βλαχοφωνία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | βλαχοφωνία | ||
| γενική | της | βλαχοφωνίας | ||
| αιτιατική | τη | βλαχοφωνία | ||
| κλητική | βλαχοφωνία | |||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /vla.xo.foˈni.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βλα‐χο‐φω‐νί‐α
Ουσιαστικό
βλαχοφωνία θηλυκό
- η ομιλία στη βλάχικη γλώσσα, η γνώση των βλάχικων
- ※ Άξιο αναφοράς είναι η πλούσια τυροκομική παράδοση της Βλάστης, καθώς και η βλαχοφωνία του Συρράκου, αφού η κοινότητα ήταν δίγλωσση στο παρελθόν
- άρθρο «Παγκόσμια Αναγνώριση Για Δύο Πανηγύρια Ορεινών Χωριών. Προσφυγή Στην Unesco» @edwzeis , πρόσβαση:2022.01.17.
- ※ Άξιο αναφοράς είναι η πλούσια τυροκομική παράδοση της Βλάστης, καθώς και η βλαχοφωνία του Συρράκου, αφού η κοινότητα ήταν δίγλωσση στο παρελθόν
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
βλαχοφωνία
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.