βλαχόφωνων
Νέα ελληνικά (el)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
βλαχόφωνων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του βλαχόφωνος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του βλαχόφωνος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του βλαχόφωνος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.