βλαχοχώρι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | βλαχοχώρι | τα | βλαχοχώρια |
| γενική | του | βλαχοχωριού | των | βλαχοχωριών |
| αιτιατική | το | βλαχοχώρι | τα | βλαχοχώρια |
| κλητική | βλαχοχώρι | βλαχοχώρια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /vla.xoˈxo.ɾi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βλα‐χο‐χώ‐ρι
Ουσιαστικό
βλαχοχώρι ουδέτερο
- ένα χωριό Βλάχων
- (μειωτικό) χωριό απομονωμένο, που δεν έχει εξελιχθεί
- → δείτε και τη λέξη κατσικοχώρι
- για τα τοπωνύμια → δείτε Βλαχοχώρι
Μεταφράσεις
βλαχοχώρι
|
Πηγές
- βλαχοχώρι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- βλαχοχώρι - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.