κατσικοχώρι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κατσικοχώρι | τα | κατσικοχώρια |
| γενική | του | κατσικοχωριού | των | κατσικοχωριών |
| αιτιατική | το | κατσικοχώρι | τα | κατσικοχώρια |
| κλητική | κατσικοχώρι | κατσικοχώρια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ka.t͡si.koˈxo.ɾi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐τσι‐κο‐χώ‐ρι
Ουσιαστικό
κατσικοχώρι ουδέτερο
- (μειωτικό) χωριό ή οικισμός που βρίσκεται σε περιοχή δύσβατη, δυσπρόσιτη
Μεταφράσεις
κατσικοχώρι
|
|
Πηγές
- κατσικοχώρι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- κατσικοχώρι - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.