βλαχο-
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /vla.xo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βλα‐χο-
Πρόθημα
βλαχο- ή βλαχό-
- πρώτο συνθετικό λέξεων
- για αναφορά στους Βλάχους ή τη γλώσσα, τα γνωρίσματά τους
- (μειωτικό) για κάτι αταίριαστο ή για αποτυχημένη μίμηση εκείνου που ορίζεται στο δεύτερο συνθετικό
Σύνθετα
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα βλαχο- στο Βικιλεξικό
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα βλαχό- στο Βικιλεξικό
- βλαχο- - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Αναφορές
- βλαχο- - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.