-χώρι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | -χώρι | τα | -χώρια |
| γενική | του | -χωριού | των | -χωριών |
| αιτιατική | το | -χώρι | τα | -χώρια |
| κλητική | -χώρι | -χώρια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- -χώρι < χωρ(ιό) + -ι· παλιότεροι τύποι, όπως της καθαρεύουσας, σε -ιον.
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈxo.ɾi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : -χώ‐ρι
Ουσιαστικό
-χώρι ουδέτερο
Σύνθετα
- Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -χώρι στο Βικιλεξικό
Μεταφράσεις
-χώρι
|
|
Πηγές
- -χώρι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- λήγουν σε -χώρι - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.