-χώρι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το -χώρι τα -χώρια
      γενική του -χωριού των -χωριών
    αιτιατική το -χώρι τα -χώρια
     κλητική -χώρι -χώρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

-χώρι < χωρ(ιό) + · παλιότεροι τύποι, όπως της καθαρεύουσας, σε -ιον.

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈxo.ɾi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: -χώρι

Ουσιαστικό

-χώρι ουδέτερο

Σύνθετα

  • Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -χώρι στο Βικιλεξικό

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.