βλαισόπους
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ονομαστική | ο/η | βλαισόπους | το | βλαισόπουν | ||
| γενική | του/της | βλαισόποδος | του | βλαισόποδος | ||
| αιτιατική | τον/τη | βλαισόποδα | το | βλαισόπουν | ||
| κλητική | βλαισόπους* | βλαισόπουν* | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ονομαστική | οι | βλαισόποδες | τα | βλαισόποδα | ||
| γενική | των | βλαισοπόδων | των | βλαισοπόδων | ||
| αιτιατική | τους/τις | βλαισόποδες | τα | βλαισόποδα | ||
| κλητική | βλαισόποδες | βλαισόποδα | ||||
| * Η κλητική πτώση, σπάνια. Λόγια κλίση όπως στα αρχαία ελληνικά για σύνθετες λέξεις με το πούς. Στην κοινή νεοελληνική, επίθετα σε -ποδος, -η, -ο. | ||||||
| Κατηγορία όπως «ταχύπους» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- βλαισόπους < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή βλαισόπους Μορφολογικά αναλύεται σε βλαισ(ός) + -ό- + -πους
Μεταφράσεις
βλαισόπους
|
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | βλαισόπους | τὸ | βλαισόπουν | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | βλαισόποδος | τοῦ | βλαισόποδος | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | βλαισόπόδῐ | τῷ | βλαισόποδῐ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | βλαισόποδᾰ | τὸ | βλαισόπουν | ||
| κλητική ὦ! | βλαισόπους | βλαισόπουν | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | βλαισόποδες | τὰ | βλαισόποδᾰ | ||
| γενική | τῶν | βλαισοπόδων | τῶν | βλαισοπόδων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | βλαισόποσῐ(ν) | τοῖς | βλαισόποσῐ(ν) | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | βλαισόποδᾰς | τὰ | βλαισόποδᾰ | ||
| κλητική ὦ! | βλαισόποδες | βλαισόποδᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | βλαισόποδε | τὼ | βλαισόποδε | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | βλαισοπόδοιν | τοῖν | βλαισοπόδοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'ταχύπους' όπως «ταχύπους» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
→ ζητούμενο λήμμα
Πηγές
- βλαισόπους - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.