βλαισοποδία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | βλαισοποδία | οι | βλαισοποδίες |
| γενική | της | βλαισοποδίας | των | βλαισοποδιών |
| αιτιατική | τη | βλαισοποδία | τις | βλαισοποδίες |
| κλητική | βλαισοποδία | βλαισοποδίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
βλαισοποδία θηλυκό
- η δυσμορφία των ποδιών, κατά την οποία τα γόνατα είναι στραμμένα προς τα μέσα
Συγγενικά
Μεταφράσεις
βλαισοποδία
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.