βλάχικος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | βλάχικος | η | βλάχικη | το | βλάχικο |
| γενική | του | βλάχικου | της | βλάχικης | του | βλάχικου |
| αιτιατική | τον | βλάχικο | τη | βλάχικη | το | βλάχικο |
| κλητική | βλάχικε | βλάχικη | βλάχικο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | βλάχικοι | οι | βλάχικες | τα | βλάχικα |
| γενική | των | βλάχικων | των | βλάχικων | των | βλάχικων |
| αιτιατική | τους | βλάχικους | τις | βλάχικες | τα | βλάχικα |
| κλητική | βλάχικοι | βλάχικες | βλάχικα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈvla.çi.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βλά‐χι‐κος
Επίθετο
βλάχικος -η -ο
Συνώνυμα
- αρβανιτοβλάχικος (για τους Ρεμένους)
- αρβαντοβλάχικος (ιδιωματικό)
- κουτσοβλάχικος (για τους Αρμάνους)
- αρωμάνικος / αρουμάνικος
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη βλάχος
Μεταφράσεις
βλάχικος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.