βλάχικος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βλάχικος η βλάχικη το βλάχικο
      γενική του βλάχικου της βλάχικης του βλάχικου
    αιτιατική τον βλάχικο τη βλάχικη το βλάχικο
     κλητική βλάχικε βλάχικη βλάχικο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βλάχικοι οι βλάχικες τα βλάχικα
      γενική των βλάχικων των βλάχικων των βλάχικων
    αιτιατική τους βλάχικους τις βλάχικες τα βλάχικα
     κλητική βλάχικοι βλάχικες βλάχικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

βλάχικος < βλάχος + -ικος

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈvla.çi.kos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βλάχικος

Επίθετο

βλάχικος -η -ο

  1. που αναφέρεται ή ανήκει στους βλάχους ή τους χαρακτηρίζει
  2. (ιστορία) που αναφέρεται στη Βλαχία ή στους κατοίκους της, τους Βλάχους
  3. (μειωτικό) που χαρακτηρίζει κάποιον χωρίς τρόπους και επίπεδο

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.