βιομετρία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | βιομετρία | οι | βιομετρίες |
| γενική | της | βιομετρίας | των | βιομετριών |
| αιτιατική | τη | βιομετρία | τις | βιομετρίες |
| κλητική | βιομετρία | βιομετρίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- βιομετρία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική biometry < αρχαία ελληνική βίος + μέτρον
Ουσιαστικό
βιομετρία θηλυκό
- η μέτρηση διαφόρων βιολογικών παραμέτρων και χαρακτηριστικών των έμβιων ζωϊκών ειδών και ειδικότερα του ανθρώπου και η στατιστική ανάλυση αυτών
Υπώνυμα
Συγγενικά
-
βιομετρία στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.