βιομετρικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | βιομετρικός | η | βιομετρική | το | βιομετρικό |
| γενική | του | βιομετρικού | της | βιομετρικής | του | βιομετρικού |
| αιτιατική | τον | βιομετρικό | τη | βιομετρική | το | βιομετρικό |
| κλητική | βιομετρικέ | βιομετρική | βιομετρικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | βιομετρικοί | οι | βιομετρικές | τα | βιομετρικά |
| γενική | των | βιομετρικών | των | βιομετρικών | των | βιομετρικών |
| αιτιατική | τους | βιομετρικούς | τις | βιομετρικές | τα | βιομετρικά |
| κλητική | βιομετρικοί | βιομετρικές | βιομετρικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.