πολυβινυλοχλωρίδιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πολυβινυλοχλωρίδιο τα πολυβινυλοχλωρίδια
      γενική του πολυβινυλοχλωρίδιου
& πολυβινυλοχλωριδίου
των πολυβινυλοχλωρίδιων
& πολυβινυλοχλωριδίων
    αιτιατική το πολυβινυλοχλωρίδιο τα πολυβινυλοχλωρίδια
     κλητική πολυβινυλοχλωρίδιο πολυβινυλοχλωρίδια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Θερμοπλαστική διαμόρφωση πολυβινυλοχλωριδίου στην κατασκευή σωληνώσεων αποχέτευσης.

Ετυμολογία

πολυβινυλοχλωρίδιο < πολυ- + βινύλ(ιο) + -ο- + χλωρίδιο

Ουσιαστικό

πολυβινυλοχλωρίδιο ουδέτερο

Μεταφράσεις

Πηγές

  • Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 19811994, έκδοση: 2013.
  • πολυβινυλοχλωρίδιο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.