βινυλικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βινυλικός η βινυλική το βινυλικό
      γενική του βινυλικού της βινυλικής του βινυλικού
    αιτιατική τον βινυλικό τη βινυλική το βινυλικό
     κλητική βινυλικέ βινυλική βινυλικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βινυλικοί οι βινυλικές τα βινυλικά
      γενική των βινυλικών των βινυλικών των βινυλικών
    αιτιατική τους βινυλικούς τις βινυλικές τα βινυλικά
     κλητική βινυλικοί βινυλικές βινυλικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

βινυλικός < βινύλιο + -ικός

Επίθετο

βινυλικός

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.