βιντεοθήκη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βιντεοθήκη οι βιντεοθήκες
      γενική της βιντεοθήκης των βιντεοθηκών
    αιτιατική τη βιντεοθήκη τις βιντεοθήκες
     κλητική βιντεοθήκη βιντεοθήκες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βιντεοθήκη < βίντεο + -ο- + -θήκη

Ουσιαστικό

βιντεοθήκη θηλυκό

  1. συλλογή με βιντεοκασέτες ή (κατ’ επέκταση) αρχείο με βιντεοκασέτες καθώς και το σχετικό έπιπλο ή ντουλάπι όπου φυλάσσονται
  2. (σπάνιο) (παρωχημένο) βιντεοκλάμπ

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.