βιμπράτο
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- βιμπράτο < (άμεσο δάνειο) ιταλική vibrato
Προφορά
- ΔΦΑ : /viˈbɾa.to/
Ουσιαστικό
βιμπράτο ουδέτερο άκλιτο
- (μουσική) η ελαφρά διακύμανση ενός ήχου ή ενός μουσικού φθόγγου, που προκαλεί την αίσθηση ενός παλλόμενου ήχου ή μουσικού φθόγγου, χωρίς να μεταβάλλεται η ταυτότητά του. Χρησιμοποιείται ιδιαίτερα στη φωνητική μουσική ή στη μουσική τζαζ
- η τεχνική παραγωγής του παλλόμενου ήχου ή μουσικού φθόγγου
- αυτός ο μουσικός έχει ένα πολύ εκφραστικό βιμπράτο
- η ένδειξη στο σημείο μιας παρτιτούρας όπου πρέπει να παραχθεί παλλόμενος ήχος ή μουσικός φθόγγος
- τρέμολο
- τρίλο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.