βιμπράτο

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

βιμπράτο < (άμεσο δάνειο) ιταλική vibrato

Προφορά

ΔΦΑ : /viˈbɾa.to/

Ουσιαστικό

βιμπράτο ουδέτερο άκλιτο

  1. (μουσική) η ελαφρά διακύμανση ενός ήχου ή ενός μουσικού φθόγγου, που προκαλεί την αίσθηση ενός παλλόμενου ήχου ή μουσικού φθόγγου, χωρίς να μεταβάλλεται η ταυτότητά του. Χρησιμοποιείται ιδιαίτερα στη φωνητική μουσική ή στη μουσική τζαζ
  2. η τεχνική παραγωγής του παλλόμενου ήχου ή μουσικού φθόγγου
    αυτός ο μουσικός έχει ένα πολύ εκφραστικό βιμπράτο
  3. η ένδειξη στο σημείο μιας παρτιτούρας όπου πρέπει να παραχθεί παλλόμενος ήχος ή μουσικός φθόγγος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.