βιβλιογραφημένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βιβλιογραφημένος η βιβλιογραφημένη το βιβλιογραφημένο
      γενική του βιβλιογραφημένου της βιβλιογραφημένης του βιβλιογραφημένου
    αιτιατική τον βιβλιογραφημένο τη βιβλιογραφημένη το βιβλιογραφημένο
     κλητική βιβλιογραφημένε βιβλιογραφημένη βιβλιογραφημένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βιβλιογραφημένοι οι βιβλιογραφημένες τα βιβλιογραφημένα
      γενική των βιβλιογραφημένων των βιβλιογραφημένων των βιβλιογραφημένων
    αιτιατική τους βιβλιογραφημένους τις βιβλιογραφημένες τα βιβλιογραφημένα
     κλητική βιβλιογραφημένοι βιβλιογραφημένες βιβλιογραφημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

βιβλιογραφημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος βιβλιογραφώ

Επίθετο

βιβλιογραφημένος

Αντώνυμα

Πηγές

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.