βεστιάριον

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

βεστιάριον < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή βεστιάριον < λατινική vestiarium < vestis + -arium (-άριον)

Ουσιαστικό

βεστιάριον ουδέτερο

  1. (ενδυμασία) το σύνολο των απαραίτητων ρούχων, η γκαρνταρόμπα, όπως η ελληνιστική σημασία
  2. το βασιλικό ταμείο, θησαυροφυλάκιο
     συνώνυμα: πρωτοβεστιάριον, βιαστήρι

Συγγενικά

  • βεστεράρης
  • βεστήτωρ
  • βεστιαρικός
  • βεστιάριος (ἱματιοφύλαξ)
  • βεστιαρίτισσα
  • βεστιάρχης
  • βεστιοπράτης & συγγενικά
  • πρωτοβεστιάριον

 και δείτε βέστα

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ βεστιάριον τὰ βεστιάρι
      γενική τοῦ βεστιαρίου τῶν βεστιαρίων
      δοτική τῷ βεστιαρί τοῖς βεστιαρίοις
    αιτιατική τὸ βεστιάριον τὰ βεστιάρι
     κλητική ! βεστιάριον βεστιάρι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  βεστιαρίω
γεν-δοτ τοῖν  βεστιαρίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βεστιάριον < λατινική vestiarium < vestis + -arium (-άριον) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *wes- ‎(ντύνω, ρούχο).

Ουσιαστικό

βεστιάριον ουδέτερο

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.