βεστιοπράτης
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- βεστιοπράτης, λέξη του 9ου αιώνα < βέστ(η) (< λατινική vestis) + -ο- + -πράτης (< (ελληνιστική κοινή) πράτης < αρχαία ελληνική πρατήρ) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Συγγενικά
- βεστιάριον & συγγενικά
- βεστιοπρατεῖον
- βεστιοπρατήριον
- βεστιοπρατικός
→ και δείτε βέστα, βέστιον & βέστιον και πρατήριος
Πηγές
- βεστιοπράτης - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.