βεστιοπράτης

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

βεστιοπράτης, λέξη του 9ου αιώνα < βέστ(η) (< λατινική vestis) + -ο- + -πράτης (< (ελληνιστική κοινή) πράτης < αρχαία ελληνική πρατήρ)  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ετυμολογία

βεστιοπράτης αρσενικό

Συγγενικά

 και δείτε βέστα, βέστιον & βέστιον και πρατήριος

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.