βιστιάριον

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

βιστιάριον < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή βιστιάριον

Ουσιαστικό

βιστιάριον ουδέτερο

Πηγές




Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ βιστιάριον τὰ βιστιάρι
      γενική τοῦ βιστιαρίου τῶν βιστιαρίων
      δοτική τῷ βιστιαρί τοῖς βιστιαρίοις
    αιτιατική τὸ βιστιάριον τὰ βιστιάρι
     κλητική ! βιστιάριον βιστιάρι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  βιστιαρίω
γεν-δοτ τοῖν  βιστιαρίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βιστιάριον < βεστιάριον με τροπή ...  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

βιστιάριον ουδέτερο

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.