βιστιάριον
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- βιστιάριον < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή βιστιάριον
Πηγές
- βεστιάριον - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | βιστιάριον | τὰ | βιστιάριᾰ | ||||
| γενική | τοῦ | βιστιαρίου | τῶν | βιστιαρίων | ||||
| δοτική | τῷ | βιστιαρίῳ | τοῖς | βιστιαρίοις | ||||
| αιτιατική | τὸ | βιστιάριον | τὰ | βιστιάριᾰ | ||||
| κλητική ὦ! | βιστιάριον | βιστιάριᾰ | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | βιστιαρίω | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | βιστιαρίοιν | ||||||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- βιστιάριον < βεστιάριον με τροπή ... • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
βιστιάριον ουδέτερο
- (ελληνιστική κοινή, ενδυμασία) άλλη μορφή του βεστιάριον
- ※ ⌘ Ἡσύχιος (5ος αιώνας κε), Γλῶσσαι, Β
- <βιστιάριον>· τόπος, ἐν ᾧ τὰ χρήματα τίθενται καὶ τὰ ἱμάτια
- ※ ⌘ Ἡσύχιος (5ος αιώνας κε), Γλῶσσαι, Β
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.